Η ενδοσυμβατική ευθύνη του πωλητή για την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος
Γράφει ο Άρης Σηφάκης, ασκούμενος δικηγόρος
Στη σύμβαση πώλησης υφίσταται και για τα δυο συμβαλλόμενα μέρη -αγοραστή και πωλητή- ένα σύνολο υποχρεώσεων με μια σαφή διάκριση αυτών σε κύριες και παρεπόμενες. Μια εκ των κυρίων υποχρεώσεων του πωλητή, ως συμβαλλόμενου μέρους έναντι του αγοραστή, είναι η ενοχική υποχρέωση να του παραδώσει ένα πράγμα χωρίς κάποιο πραγματικό ελάττωμα ή χωρίς την έλλειψη κάποιας συνομολογημένης ιδιότητας κατά τη σύμβαση όπως επιτάσσει η ΑΚ 534. Προκειμένου να γεννηθεί ευθύνη του πωλητή έναντι του αγοραστή για παραβίαση της υποχρέωσης του που απορρέει από τη διάταξη ΑΚ 534, προαπαιτούμενο είναι η σύμβαση πώλησης να είναι έγκυρη, να βρίσκεται σε ισχύ και το αντικείμενο της σύμβασης πώλησης δηλαδή το πράγμα να φέρει πραγματικό ελάττωμα, κάποιο ελάττωμα δηλαδή που δεν σχετίζεται με το δικαίωμα επί του πράγματος, αλλά τουναντίον με το πράγμα αυτό καθεαυτό και επιπλέον το πραγματικό αυτό ελάττωμα να είναι υπαρκτό κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου από τον πωλητή στον αγοραστή. Για μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του πωλητή κατά τις ΑΚ 534 επ., κρίνεται σκόπιμο να αναλυθούν ενδελεχώς η ΑΚ 535 για το τι θεωρεί ο νομοθέτης ως πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας και η ΑΚ 537 για το πλαίσιο της ευθύνης του πωλητή.
Σε σχέση με την ΑΚ 535, κατά την κρατούσα άποψη στην Ελλάδα κρίνεται πως υπάρχει πραγματικό ελάττωμα στο πωληθέν πράγμα όταν φέρει μια ατέλεια στην ιδιοσυστασία του, λαμβάνοντας υπόψιν την βούληση των μερών κατά τη σύμβαση. Ζητούμενο καταρχήν είναι το σε τι πράγμα και με τι ιδιότητες αποβλέπουν τα μέρη με την εν λόγω σύμβαση πώλησης, ανεξαρτήτως του εάν το πράγμα αυτό αντικειμενικά δεν έχει κάποιο ελάττωμα που να το καθιστά δύσχρηστο, παραδείγματος χάρη πωλείται ένα ρολόι που είναι σε άριστη κατάσταση αλλά δεν λειτουργεί και ως ξυπνητήρι, στη σύμβαση πώλησης ορίστηκε όμως ότι θα λειτουργεί και ως ξυπνητήρι. Το πρώτο κριτήριο, επομένως, που εξετάζεται είναι το υποκειμενικό δηλαδή η βούληση των μερών σε σχέση με τα επιθυμητά ποιοτικά χαρακτηριστικά του πωληθέντος πράγματος με την εφαρμογή των διατάξεων ΑΚ 173 και 200 προκειμένου να εντοπισθεί αυτό το οποίο επεδίωκαν τα μέρη με την εν λόγω σύμβαση και σε τι ιδιότητες του πράγματος αποσκοπούσαν λαμβάνοντας υπόψιν και την αρχή της καλής πίστης. Κατά την κρατούσα πάλι άποψη, εάν δεν μπορεί να συναχθεί από τη σύμβαση η βούληση των μερών, υιοθετείται επικουρικά τότε το αντικειμενικό κριτήριο, εξετάζεται δηλαδή η ατέλεια στην κατάσταση του πράγματος με βάση τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές και το πώς εκλαμβάνονται τα εν λόγω ελαττώματα σε πράγματα ίδιου γένους ή είδους. Στην έννοια του ελαττώματος σε αντίθεση με το προϊσχύον δίκαιο περιλαμβάνονται τόσο ουσιώδη όσο και επουσιώδη ελαττώματα στο πράγμα, το ελάττωμα μπορεί να είναι φανερό ή μη, εγγενές ή εξωγενές και να βρίσκεται επί κινητού ή και ακινήτου πράγματος. Η ευθύνη για συνομολογημένες ιδιότητες περιλαμβάνει πέραν των ιδιοτήτων σχετικά με την ιδιοσυστασία του πράγματος, ιδιότητες οικονομικές, νομικές, πραγματικές που επιδρούν στη χρησιμότητα ή αξία του (ΑΠ 654/2012 και ΑΠ 243/2009) και έχουν συμφωνηθεί ρητά ή σιωπηρά, ενώ σε περίπτωση ιδιότητας που συνιστά και ελάττωμα -πραγματικό όμως- το οποίο δεν συμφωνήθηκε, ο πωλητής θα ευθύνεται για πραγματικό ελάττωμα. Από εκεί και έπειτα ο νομοθέτης στην ΑΚ 535 αναφέρει περιπτώσεις πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας με την απαρίθμηση να είναι ενδεικτική (αναφορά σε «ιδίως»), με τις περιπτώσεις πάντως αυτές να θεωρούνται οι πλέον χαρακτηριστικές. Συγκεκριμένα: Κατά την ΑΚ 535 περ.1 όταν το πωληθέν πράγμα δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έγινε ή στο δείγμα που παρουσιάστηκε από τον πωλητή προς τον αγοραστή. Ο πωλητής προβαίνει σε μια δήλωση αποκλειστικά προς τον αγοραστή γραπτή ή προφορική σε σχέση με χαρακτηριστικά του πράγματος και η δήλωση αυτή γίνεται αποδεκτή από τον αγοραστή και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί περιεχόμενο της σύμβασης πώλησης. Η δήλωση αυτή είναι σε θέση να επηρεάσει τον αγοραστή σχετικά με την αγορά του πράγματος, του οποίου τα χαρακτηριστικά προβάλλονται και για αυτό ο νομοθέτης αποφάσισε να την εντάξει στις ενδεικτικές/χαρακτηριστικές περιπτώσεις που δύναται να γεννηθεί ευθύνη του πωλητή για ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος, καθώς αφορμώμενος ο αγοραστής από τις ιδιότητες που του παρουσιάστηκαν, προσμένει το περιγραφόμενο προϊόν.
Κατά την δεύτερη ενδεικτική περίπτωση της ΑΚ 535 περ.2, οι ατέλειες στην καταλληλότητα του πράγματος θα πρέπει να αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τον σκοπό της σύμβασης και δη τον σκοπό χρήσης του πράγματος, όπως έχει προγραμματιστεί από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η βούληση των μερών για μια προκαθορισμένη χρήση του πράγματος μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και να συνάγεται είτε από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας είτε από το στάδιο των διαπραγματεύσεων είτε ακόμη και από μια προγενέστερη σύμβαση που είχαν συνάψει τα ίδια μέρη. Η σκοπούμενη χρήση του πωληθέντος δεν χρειάζεται να αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης προκειμένου να αποδειχθεί, αρκεί να γίνεται αντιληπτή με έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους. Αντίθετα, στην περ.3 του ίδιου άρθρου, η ελλιπής ιδιοσυστασία του πράγματος εκλαμβάνεται όχι με βάση τον σκοπό της σύμβασης δηλαδή το υποκειμενικό κριτήριο, αλλά βάσει μιας συνολικότερης αντίληψης των συναλλαγών και του τι προσμένει ο μέσος αγοραστής από πράγματα ίδιας κατηγορίας με το πωληθέν. Εξετάζονται κατ’ επέκτασιν οι απαιτήσεις των αγοραστών που υφίστανται συχνά για προϊόντα αυτής της κατηγορίας και το πώς προσδοκούν να είναι η ιδιοσυστασία αυτού του πράγματος, λαμβάνοντας υπόψιν και τις αντιλήψεις περί συναλλαγών στον τόπο συγκεκριμένα που θα χρησιμοποιηθεί το πωληθέν κατά την άποψη του Κορνηλάκη. Η τελευταία ενδεικτική περίπτωση που μνημονεύεται στην ΑΚ 535, εστιάζει στην αναντιστοιχία μεταξύ της ποιότητας/απόδοσης του πράγματος και δημόσιων δηλώσεων (διαφημίσεων ή επισημάνσεων) αναφορικά με το πράγμα. Η περ.4 της ΑΚ 535, διαφοροποιείται από την περ.1 στο ότι η δήλωση εδώ απευθύνεται προς το ευρύτερο κοινό και δεν γίνεται στο πλαίσιο της σύναψης της πώλησης. Η μορφή που μπορεί να λάβει η δημόσια δήλωση είναι είτε ως διαφήμιση στα ΜΜΕ, είτε σε καταλόγους, είτε στο διαδίκτυο ή ακόμη και γραπτά πάνω στη συσκευασία του προϊόντος. Ευθύνη του πωλητή δεν μπορεί να γεννηθεί κατά τις ΑΚ 534 και 535 όπως γίνεται δεκτό για διαφημίσεις που κάνουν εξωπραγματικές αναφορές σε ιδιότητες με αποκλειστικό σκοπό την έλξη αγοραστικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να γεννηθεί ευθύνη του μόνο βάσει του ν.2251/1994 για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση όπως αναφέρεται και στη διάταξη ΑΚ 535 περ.4 ο πωλητής απεκδύεται της ευθύνης του εφόσον αποδείξει ότι δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει για τη σχετική δήλωση. Δεδομένου επίσης ότι οι εξεταζόμενες διατάξεις του ΑΚ εισήχθησαν με τον ν.3043/2002 στην προσπάθεια εναρμόνισης του ελληνικού δικαίου με την Οδηγία 1999/44/ΕΚ, κρίνεται προτιμότερο να ακολουθηθεί μια σύμφωνη με την Οδηγία ερμηνεία κατά την οποία ο πωλητής επίσης δεν ευθύνεται εφόσον αποδείξει ότι διόρθωσε τη σχετική δήλωση πριν τη σύναψη της πώλησης και περιήλθε σε γνώση του αγοραστή η τροποποίηση της δήλωσης ή εφόσον αποδείξει ότι παρότι η δήλωση τελούσε σε διάσταση με την ιδιοσυστασία του πράγματος δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει τον αγοραστή για την αγορά του πράγματος.
Ο αγοραστής κατά την κρατούσα άποψη φέρει το βάρος απόδειξης σε σχέση με τη συνδρομή μιας εκ των περιπτώσεων της ΑΚ 535 ή τη συνδρομή ενός άλλου πραγματικού ελαττώματος, δεδομένου του ενδεικτικού χαρακτήρα των περιπτώσεων της ΑΚ 535. Η άποψη αυτή εδράζεται στην ΑΚ 418, για το βάρος απόδειξης που έχει ο δανειστής (εδώ ως δανειστής εκλαμβάνεται ο αγοραστής) για τη μη-προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, ενώ στο ίδιο κύμα κινήθηκε και το ΔΕΕ στην υπόθεση Faber (ΔΕΕ C-497/13) κάνοντας λόγο για το βάρος απόδειξης του αγοραστή ως προς την έλλειψη ανταπόκρισης του πράγματος σε σχέση με τους όρους της πώλησης.
Μέσα από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος στο πωληθέν πράγμα, παράγεται κατά την ΑΚ 537 ευθύνη του πωλητή κατ’ αρχήν αντικειμενική χωρίς να ενδιαφέρει τυχόν πταίσμα στο πρόσωπο του. Η ευθύνη του προκύπτει επίσης όταν το πραγματικό ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας υφίσταται κατά το χρόνο μετάβασης του κινδύνου από τον πωλητή στον αγοραστή. Αυτό σημαίνει εν τοις πράγμασι ότι θα πρέπει να υπάρχει το ελάττωμα κατά τον χρόνο παράδοσης της νομής στα κινητά, ενώ για τα ακίνητα, εάν προηγήθηκε η μεταγραφή της παράδοσης, από τον χρόνο της μεταγραφής. Κατ’ εξαίρεση και με βάση τη νομολογία των αποφάσεων 356/2007, 29/1990 και 270/1989 του Αρείου Πάγου, μπορεί να γεννηθεί ευθύνη πωλητή κατά την ΑΚ 537 και όταν το ελάττωμα εμφανιστεί μεταγενέστερα της μετάβασης του κινδύνου επί του πράγματος, εφόσον οι όροι γέννησης του ήταν υπαρκτοί στον χρόνο μετάβασης απλώς δεν είχαν ολοκληρωθεί και σε μικρό χρόνο από τότε μετά την μετάβαση ανέδειξαν το ελάττωμα. Κατά τεκμήριο μαχητό όπως προκύπτει κατά την ΑΚ 537 παρ.2, γεννάται ευθύνη του πωλητή έναντι του αγοραστή για πραγματικό ελάττωμα, εάν διαπιστωθεί τέτοιο εντός 6 μηνών από την παράδοση του πράγματος. Εν προκειμένω τεκμαίρεται μαχητά υπέρ του αγοραστή, πως το ελάττωμα αυτό υπήρχε κατά τον χρόνο παράδοσης του πράγματος. Ο μαχητός χαρακτήρας του φανερώνεται από το γεγονός ότι ο πωλητής έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί εφόσον ανταποδείξει ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου ελαττώματος εξαιτίας της φύσεως του πράγματος δεν μπορεί να υφίστατο από τον χρόνο παράδοσης ή αποκλείεται να υπήρχε έκτοτε λόγω της ιδιαίτερης φύσης του ελαττώματος αυτού καθεαυτού. Με άλλα λόγια μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο της παρ.2 «πατώντας» στο ότι κατά στατιστική πιθανολόγηση το ελάττωμα αυτό εμφανίζεται ένα χρονικό διάστημα αργότερα από την παράδοση, επειδή αυτό είθισται να συμβαίνει σε πράγματα αυτής της κατηγορίας (λόγω πχ της χρήσεως του) ή στο ότι πραγματικά ελαττώματα τέτοιας υφής δεν συνηθίζεται να υπάρχουν όταν πρωτοαγοράζεται ένα προϊόν.
Η απαλλαγή του πωλητή από την ενδοσυμβατική του ευθύνη μπορεί να υπάρξει και σε δυο ακόμη περιπτώσεις που ορίζονται εντός της παρ.1 της ΑΚ 537. Πρώτον στην περίπτωση που ο αγοραστής έχει γνώση για την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος στο πράγμα και δη στον χρόνο που γίνεται η σύναψη της πώλησης, ενώ τυχόν μεταγενέστερη γνώση του δεν στοιχειοθετεί γέννηση ευθύνης του πωλητή κατά ΑΚ 537. Μάλιστα κατά Γεωργιάδη, δεν αρκεί ούτε η αμέλεια ούτε σοβαρές υπόνοιες εκ μέρους του αγοραστή για το ελάττωμα, αλλά απαιτείται θετική γνώση. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή όπου το πραγματικό ελάττωμα προέκυψε αιτιωδώς από τα υλικά που χορήγησε ο αγοραστής στον πωλητή για την κατασκευή του προϊόντος. Η τελευταία αυτή περίπτωση δικαιολογείται ως λόγος απαλλαγής του πωλητή, που φέρει το βάρος αποδείξεως για τη συνδρομή της, στη θεωρία σφαιρών επιρροής, καθώς η προβληματικότητα στο πράγμα οφείλεται σε σφάλμα του αγοραστή μέσω των ελαττωματικών υλικών που χορήγησε και όχι στον πωλητή.
Παρότι οι διατάξεις αυτές έχουν καταρχήν ενδοτικό χαρακτήρα, πρακτικά συνιστούν αναγκαστικό δίκαιο. Αυτό διότι οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για περιορισμό ή αποκλεισμό της ευθύνης του πωλητή εκ των προτέρων για πραγματικό ελάττωμα μέσω απαλλακτικών ρητρών λόγω δόλου ή βαριάς αμέλειας του τελευταίου θα παράγει ακυρότητα κατά την ΑΚ 332 παρ.1 (ΑΠ 499/1972, ΑΠ 1139/2006) ή και λόγω ελαφράς αμέλειας για τους λόγους μόνο όμως που αναφέρονται στην παρ.2 του ίδιου άρθρου. Η ακυρότητα αντίστοιχης απαλλακτικής ρήτρας μπορεί παράλληλα να επέλθει και με τον έλεγχο και εφαρμογή των ΑΚ 178,179,281,334 σε σχέση με την έκταση περιορισμού της ευθύνης του πωλητή. Οι παραπάνω αναγκαστικού δικαίου κανόνες επενεργούν όταν η πώληση είναι μη-καταναλωτική, με τις καταναλωτικές συμβάσεις πώλησης να διέπονται από το άρθρο 5 παρ.6 εδ.β’ του ν.2551/1994 που λόγω του ειδικότερου χαρακτήρα του, υπερισχύει της ΑΚ 332, θέτοντας ωστόσο και εκεί ο νομοθέτης ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας του αγοραστή κατά τον Αστικό Κώδικα, με το να προβλέπεται ακυρότητα συμφωνίας των μερών, δια της οποίας απαλλάσσεται ο πωλητής από την ευθύνη του λόγω πραγματικού ελαττώματος.
Βιβλιογραφία:
1. Απόστολος Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
2. Παναγιώτης Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020
3. Ιωάννης Κ.Καράκωστας-Νικόλαος Τριάντος, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (Άρθρα 496-640), Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκη, 2008
4. ΑΠ 654/2012, ΑΠ 243/2009
5. ΔΕΕ C-497/13
6. ΑΠ 356/2007, ΑΠ 29/1990, ΑΠ 270/1989
7. ΑΠ 499/1972, ΑΠ 1139/2006