top of page

Ο ανήλικος ως θύτης και θύμα κατά το δίκαιο ανηλίκων

του Ευγένιου Ρόμπερτ Ονοφρέι, Φοιτητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ


Ο ανήλικος ως θύτης και θύμα κατά το δίκαιο ανηλίκων

Το δίκαιο ανηλίκων είναι κλάδος που δύναται να νοηθεί υπό δύο έννοιες. Στην ευρεία του μορφή αποτελεί σύνολο κανόνων που θεμελιώνουν τα δικαιώματα των ανηλίκων, δηλαδή, τις εξουσίες τους έναντι κρατικών οργάνων και ιδιωτών, ενώ, υπό στενή έννοια θεωρείται ως το σύνολο νομοθετικών πράξεων που τυποποιούν και ποινικοποιούν συμπεριφορές με δράστες ή θύματα ανήλικα πρόσωπα. Ο ανήλικος ως δράστης εκδηλώνει παραβατική συμπεριφορά και ως θύμα καλείται να την υποστεί. Η νεανική παραβατικότητα αποτελεί καίριο ζήτημα του εν λόγω κλάδου δικαίου με αποτέλεσμα πολλοί θεωρητικοί να έχουν διατυπώσει, με την πάροδο του χρόνου, θεωρίες, οι οποίες απαντούν σε ερωτήματα που αφορούν στα αίτιά της αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισής της.



OΑνήλικος ως θύτης

Κατά την ψυχαναλυτική προσέγγιση, η εγκληματικότητα των νέων οφείλεται στο γεγονός ότι ο ανήλικος, στα πρώτα χρόνια της ηλικίας του, δεν κατόρθωσε να μετριάσει και ελέγξει τις «εσωτερικές ασυνείδητες ενορμήσεις» του, υπακούοντας στους κανόνες που επιβάλλει η κοινωνία. Κατά τον Etiennede Greeff υφίστανται δύο αντικρουόμενες μορφές ενορμήσεων: η εγωκεντρική και η αλτρουιστική. Η επικράτηση της πρώτης έχει ως απότοκο την εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία ταυτίζεται με την απουσία της γονικής τρυφερότητας. Δηλαδή, η αδιαφορία των γονέων, η επιθετική τους στάση εις βάρος του ανηλίκου αλλά και η υπερβολική επίδειξη προστασίας συμβάλλουν στην εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών. Επομένως, για τους ψυχαναλυτές, τα πρώτα βιώματα του ανθρώπου, ιδίως κατά τη νηπιακή ηλικία, είναι ύψιστης σημασίας.


Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτει ότι η ψυχαναλυτική προσέγγιση δίνει έμφαση στις έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπου, οι οποίες φαίνεται πως προκαθορίζουν την υπόστασή του στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι «συμπεριφοριστές», οι οποίοι, βασιζόμενοι στην γνώμη του Lockeότι η ανθρώπινη ψυχή μετά την γέννηση είναι ένας λευκός πίνακας, υποστηρίζουν ότι η παραβατικότητα οφείλεται αποκλειστικά σε εξωγενείς παράγοντες και στην τάση του ατόμου να μιμείται. Εν προκειμένω, δηλαδή, οι κοινωνικοί συντελεστές, όπως η οικογένεια, οι φίλοι, το σχολείο, είναι αυτοί που «παράγουν» την παραβατικότητα. Επομένως, δίνεται ιδιαίτερη σημασία στα πρότυπα που ακολουθεί ο ανήλικος.


Όσον αφορά την ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων δραστών, ο νομοθέτης του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα τους διέκρινε σε τρείς κατηγορίες: στους ανηλίκους ηλικίας κάτω των οκτώ ετών, οι οποίοι ήταν ποινικά αδιάφοροι και στους οποίους δεν επιβαλλόταν καμία ποινή, τους ανηλίκους ηλικίας από οκτώ έως δεκαπέντε ετών που θεωρούνταν ποινικά ανεύθυνοι, διότι κατά αμάχητο τεκμήριο λογίζονταν ως ανίκανοι προς καταλογισμό, και τους ανηλίκους ηλικίας από δεκαπέντε έως δεκαοκτώ ετών, οι οποίοι θεωρούνταν ποινικά υπεύθυνοι. Σήμερα, κατά την ΠΚ121 παρ. 1 ανήλικος είναι αυτός που έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, δεν έχει, όμως, ξεπεράσει το δέκατο όγδοο έτος. Επίσης, κατά την ΠΚ126, στους ανηλίκους ηλικίας δώδεκα έως δεκαπέντε ετών δεν καταλογίζεται η αξιόποινη πράξη που τέλεσαν, τους επιβάλλονται, ωστόσο, αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα, ενώ σ’ αυτούς ηλικίας δεκαπέντε έως δεκαοκτώ ετών είναι δυνατόν να επιβληθεί και περιορισμός σε ειδικό κατάστημα νέων. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι κατά πλάσμα δικαίου (α. 18ΠΚ) οι εγκληματικές πράξεις του ανηλίκου αντιμετωπίζονται ως πλημμελήματα, κάτι που συνεπάγεται την παραγραφή τους με το πέρας πενταετίας από τον χρόνο τέλεσής τους, όπως ορίζεται στο α. 111 παρ. 3ΠΚ.



Ο Ανήλικος ως θύμα

Ο ανήλικος ως θύμα αντιμετωπίζει πλείονες εγκληματικές πράξεις. Η πιο διαδεδομένη μορφή κακοποίησης ανηλίκου είναι η εκμετάλλευση του με σκοπό την ικανοποίηση σεξουαλικών επιθυμιών. Συγκεκριμένα, στο α. 348ΑΠΚ τυποποιείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πορνογραφίας ανηλίκων. Στην αρχική της μορφή, προϋποτίθετο ο δράστης να επιδιώκει την ικανοποίηση κάποιου κερδοσκοπικού σκοπού, κάτι που με τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν λάβει χώρα, έχει εξαλειφθεί. Σήμερα, η ειδική υπόσταση του εγκλήματος στοιχειοθετείται όταν «με πρόθεση κάποιος παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά, κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων».

Σχετικά με το έννομο αγαθό που προσβάλλεται με την υπό ανάλυση εγκληματική ενέργεια έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά την κα. Συμεωνίδου-Καστανίδου, με την πορνογραφία ανηλίκων θίγεται η δημόσια τάξη, διότι γίνεται προσπάθεια διέγερσης του κοινού προς προσβολή της ανηλικότητας. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ότι ο δράστης αποτελεί κίνητρο των πολιτών για τέλεση αξιόποινης πράξης. Για τον κ. Νούσκαλη, η ratio της εν λόγω νομοθετικής διάταξης είναι ο, κατά το δυνατόν, περιορισμός της δράσης επικίνδυνων ομάδων ατόμων. Επομένως, σκοπείται η πρόληψη από τον κίνδυνο που προκαλόυν άτομα που επιδίδονται σε πράξεις παιδικής πορνογραφίας. Τέλος, κατά τις καθαρά παιδοκεντρικές θεωρήσεις, στο επίκεντρο τίθεται ο ανήλικος που είναι θύμα της πορνογραφίας, αλλά και οι συνομήλικοί του, που, ενδεχομένως, είναι θεατές της συγκεκριμένης πράξης.



Υπόθεση πορνογραφίας ανηλίκων και προβλήματα ανακριτικού έργου

Για να καταστεί κατανοητός ο τρόπος τέλεσης της πορνογραφίας ανηλίκων, κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστεί νομολογιακό παράδειγμα, στο οποίο διαφαίνεται ο τρόπος δράσης του θύτη αλλά και οι δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι αρμόδιες αρχές για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Για λόγους προστασίας της ιδιωτικής ζωής των εμπλεκομένων, τα προσωπικά τους στοιχεία έχουν τροποποιηθεί.



Πραγματικά Περιστατικά

Ο Α είναι καθηγητής γυμναστικής σε γυμνάσιο της περιοχής του. Από το 2000, την χρόνια του διορισμού του, έρχεται πολύ κοντά με τους μαθητές του. Συγκεκριμένα, όντας προπονητής της σχολικής ομάδας καλαθοσφαίρισης πλησιάζει και έρχεται σε επαφή με τους παίκτες της. Η επαφή αυτή αρχικά ήταν ψυχολογική υπό την έννοια της ανάπτυξης φιλικής σχέσης, αργότερα, όμως, έχοντας αναπτυχθεί κλίμα εμπιστοσύνης, εξελίσσεται σε σωματική και σεξουαλική συνουσία. Τα θύματα του ήταν κατά μέσο όρο ηλικίας 14 ετών. Ο Α ενήργησε τις πράξεις αυτές έως το 2011 οπότε και ανακαλύφθηκε και συλλήφθηκε. Μάλιστα, την ημέρα της σύλληψης του (1.12.2011) και ώρα 18.00 οι αστυνομικές αρχές έπιασαν επ’ αυτοφώρω τον προπονητή να ασελγεί εις βάρος δύο ανηλίκων. Εξάλλου, κατέγραφε σε βιντεοκάμερα τις ευάλωτες στιγμές σεξουαλικής συνεύρεσης με τους μαθητές του και πολλές φορές χρησιμοποιούσε τις καταγραφές αυτές ως μέσο για τη διέγερσή τους.



Αποδεικτικά Μέσα

Για την εξιχνίαση του εγκλήματος καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι καταθέσεις των μαρτύρων:


Ο μάρτυρας Β που είναι και θύμα του Α αναφέρει πως ο δράστης για την ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορέξεων έπαιρνε μαζί του ένα παλιό θύμα και ένα νέο. Αυτό αποσκοπούσε στην μείωση του άγχους του νεότερου θύματος. Την διαδικασία αυτή την ονόμαζε «ρουκιά». Η «ρουκιά» αποτελείται από επίπεδα. Στο πρώτο το θύμα δοκιμαζόταν σε δοκιμασίες φόβου και στο τελευταίο έπρεπε να συνευρεθεί σεξουαλικά με τον προπονητή ή με άλλο άτομο. Όπως τονίζεται στην κατάθεση του Β, ο προπονητής ήξερε πολύ καλά να επικοινωνεί με τα επιλεγέντα θύματα του. Δεν τα πίεζε να συνευρεθούν, ωστόσο, τους έκανε ένα είδος πλύσης εγκεφάλου. Ο μάρτυρας αναφέρει πως στη «ρουκιά» αν κάποιος αρνούνταν τρεις φορές θα του επιβαλλόταν ποινή σεξουαλικού περιεχομένου. Η διαδικασία ήταν επιτυχής με την σπερματέγχυση στο πρόσωπο του προπονητή.


Ο μάρτυρας Γ αναφέρει στην κατάθεση του ότι ο προπονητής τους έπειθε να συμμετέχουν στη «ρουκία» λέγοντάς τους ότι με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνονται και ότι δεν πρόκειται να έχουν ποτέ σεξουαλικά προβλήματα. Το επιχείρημα αυτό το ενδυνάμωνε με τη θέση ότι την ίδια διαδικασία/δοκιμασία ακολουθούσαν άντρες στην αρχαία Αθήνα αλλά και στη σημερινή εποχή σπουδαίοι αθλητές. Με αυτά τα λόγια τελικά χειραγωγούσε τους μαθητές του. Το να καταστεί κάνεις «ρούκι» συνεπαγόταν την ένταξη του σε μία ευρεία ομάδα ατόμων, τα οποία παρείχαν προστασία από φαινόμενα κακοποίησης και bullying. Έτσι, το θύμα πλανημένα πίστευε ότι τα αποτελέσματα των δοκιμασιών που επέβαλε ο προπονητής ήταν κατά κύριο λόγο θετικά.


Στην κατάθεση του μάρτυρα Δ φαίνεται ότι όταν ένας προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί και έφερνε αντίρρηση στις πράξεις του προπονητή τότε αυτός άλλαζε τον τόνο της φωνής του, προσπαθώντας να φοβίσει το θύμα του. Έτσι, το καταπίεζε ψυχολογικά. Εξάλλου λόγω της πληθώρας των θυμάτων του και της δημιουργίας ομάδας μυημένων, το θύμα δύσκολα μπορούσε να αποδεσμευτεί και να καταγγείλει τον προπονητή. Ο Δ καταληκτικά αναφέρει ότι κάποιες φορές ο προπονητής μαγνητοσκοπούσε την «ρουκιά». Τα βίντεο τα χρησιμοποιούσε για να διεγείρει τους μαθητές του.


Την παραπάνω μαρτυρική κατάθεση (ως προς την κατοχή και διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων) επιβεβαιώνουν αντικείμενα που κατασχέθηκαν από την οικία του προπονητή. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν σκληροί δίσκοι εντός των οποίων είχαν αποθηκευτεί βίντεο διαρκείας τεσσάρων δευτερολέπτων, στο οποίο φαίνεται ερωτική συνεύρεση του προπονητή με ένα ανήλικο αγόρι και άλλο ένα βίντεο διαρκείας οκτώ δευτερολέπτων, στο οποίο απεικονίζεται σεξουαλική δραστηριότητα δύο ανήλικων αγοριών. Τέλος, σύμφωνα με την έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών τα προαναφερθέντα εντοπίστηκαν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του προπονητή και επιπλέον διαπιστώθηκε ότι αυτός χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο για να έχει πρόσβαση και σε άλλες καταγραφές παιδικής πορνογραφίας.



Προβλήματα σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα

Οι ανακριτικές αρχές αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα. Τα περισσότερα από αυτά αφορούν στις καταθέσεις των μαρτύρων. Είναι δεδομένο ότι η αντίληψη ενός συμβάντος επηρεάζεται από πολλά στοιχεία. Οι μάρτυρες είτε ως θύματα του εγκλήματος είτε ως τρίτοι παρατηρητές αποθηκεύουν στη μνήμη τους τα πραγματικά περιστατικά, επηρεασμένοι από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Η επιρροή αυτή δεν αφορά μόνο στη μνήμη αλλά και στην παράσταση των συμβάντων στις διωκτικές αρχές.

Στην υπό ανάλυση υπόθεση οι μάρτυρες ήταν ταυτόχρονα και θύματα της ειδεχθούς πράξης της πορνογραφίας ανηλίκων. Έτσι, η ψυχολογική τους κατάσταση χαρακτηρίζεται ασταθής, καθώς επικρατούν σθενικά ή και ασθενικά αισθήματα. Αυτό σημαίνει ότι ο υπό κρίση ανήλικος-μάρτυρας διογκώνει περιστατικά που συντελέστηκαν ή και παραλείπει σημαντικά από αυτά λόγω της διατάραξης της προσοχής του. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του νιώθει πως βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και για αυτό διστάζει να επικοινωνήσει με τις αρχές. Επίσης, λόγω της πλούσιας φαντασίας είναι δύσκολο για τον ανακριτή να διακρίνει αν αυτά που αναφέρει ο ανήλικος μάρτυρας είναι πραγματικά περιστατικά ή δημιουργήματα της φαντασίας του. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τη στιγμή που διαπράχθηκαν τα εγκλήματα και μέχρι την έναρξη της προκαταρκτικής εξέτασης έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι πολλά περιστατικά μπορεί ο μάρτυρας να τα έχει ξεχάσει και για να συμπληρώσει το κενό δημιουργεί φανταστικές παραστάσεις. Τέλος, εμφανίζεται και το πρόβλημα της υποβολής, δηλαδή της υιοθέτησης απόψεων και στάσεων άλλων ατόμων -της πλειοψηφίας- που οφείλεται στην αδύναμη προσωπικότητα του θύματος. Το ζήτημα αυτό παρατηρείται στην κατάθεση του μάρτυρα Δ.



Τρόπος ενέργειας του δράστη (modus operandi)

Από τις καταθέσεις, που παρουσιάστηκαν, αναδεικνύεται το modus operandi, ο τρόπος δηλαδή ενέργειας του δράστη. Αρχικά, ο προπονητής προσέγγιζε τα θύματα του αναπτύσσοντας φιλική σχέση. Σκοπός του ήταν να θεμελιώσει κλίμα εμπιστοσύνης πάνω στο οποίο θα μπορούσε να προχωρήσει σε πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Προσέγγισε όσο το δυνατόν περισσότερους ανηλίκους, ώστε να συλλάβουν τις παράνομες πράξεις του ως κάτι κοινώς αποδεκτό και φυσιολογικό. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι ο προπονητής παρουσίαζε τις ενέργειές του ως μέθοδο βελτίωσης της απόδοσης των παικτών καλαθοσφαίρισης, γιατί ο ένας γνώριζε τα ελαττώματά του άλλου και τα προτερήματα του. Αξιοποιώντας τις γνώσεις της παιδαγωγικής και της παιδικής ψυχολογίας εύστοχα καθιστούσε τα θύματα του αντικείμενα ικανοποίησης των σεξουαλικών του ορέξεων. Επίσης , ο προπονητής, για την επίτευξη των στόχων του, θεωρούσε σημαντική προϋπόθεση την ύπαρξη βίντεο και εικόνων παιδικής πορνογραφίας. Είχε την πεποίθηση ότι οι απεικονίσεις αυτές δεν απωθούν τα θύματα του γιατί είναι άτομα της ίδιας ηλικίας με αυτά(τα απεικονιζόμενα). Επομένως, αναπτύσσεται οικειότητα και δημιουργείται η ιδέα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, αφού την ίδια κατάσταση έχουν περάσει και άλλοι.



Τελικές παρατηρήσεις

Συμπερασματικά, ο ανήλικος αποτελεί και θύμα και δράστης. Αναφορικά με την νεανική παραβατικότητα, οι ψυχαναλυτές την αποδίδουν στις άκαρπες προσπάθειες του ατόμου να χαλιναγωγήσει τις εσωτερικές του ενορμήσεις υπακούοντας στους κανόνες που θέτει η κοινωνία. Αντιθέτως, για τους συμπεριφοριστές οι κοινωνικές παθογένειες και τα αρνητικά πρότυπα που προβάλλονται οξύνουν την αντικοινωνική συμπεριφορά των νέων. Ο ποινικός νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα των ανηλίκων, τους κατηγοριοποιεί σε ομάδες και τους αντιμετωπίζει διαφορετικά, επιβάλλοντας σε αυτούς που έχουν ικανότητα προς καταλογισμό αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Τέλος, ο ανήλικος ως θύμα βρίσκεται κυρίως αντιμέτωπος με την εγκληματική πράξη της πορνογραφίας ανηλίκων και γενικά κακουργήματα που αφορούν στην σεξουαλική εκμετάλλευσή τους.



Πηγές

1. Συμβολές στην μελέτη της Ανακριτικής, Νέστωρ Ε. Κουράκης, Αντ.Ν. Σάκκουλα

2. Ανακριτική, Χαράλαμπος Ν. Δημόπουλος, Νομική Βιβλιοθήκη

3. Το αξιόποινο της πορνογραφίας ανηλίκων, Βάγια Χρ. Πολυζωΐδου, Νομική Βιβλιοθήκη

4. Ποινικά Χρονικά, Τεύχος 8-9/2013, Αύγουστος-Σεπτέμβριος

Post: Blog2_Post
bottom of page