Lawpedia Greece
Τα Συνταγματικά Δικαιώματα στη σκιά των τριών Εξουσιών
Της Ειρήνης Φ. Νάνου, Φοιτήτριας Νομικής, ΑΠΘ
Ιστορικά, η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία αποκρυσταλλώνεται στο άρ. 26 του Συντάγματος , αποτελεί το θεμέλιο και την οργανωτική βάση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών. Ο ρόλος των συντεταγμένων κρατικών λειτουργιών είναι σημαντικός και κρίσιμος στην εξέλιξη της κατοχύρωσης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο νομοθέτης προστατεύει αυτά τα δικαιώματα κι ελέγχει την κατοχύρωσή τους. Η αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου επιτυγχάνεται μέσω της δικαστικής λειτουργίας, η οποία καθίσταται αναγκαία, παρότι δεν είναι άμοιρη λαθών. Το ίδιο και η εκτελεστική εξουσία, η οποία εκτελώντας τις εντολές της νομοθετικής, είναι δυνατόν - συνακολούθως- να οδηγηθεί κι αυτή σε μια παραβίαση δικαιωμάτων. Το αντίβαρο είναι η δικαστική λειτουργία, καθώς οι δικαστές αποτελούν τον θεματοφύλακα του Συντάγματος και τον προστάτη των δικαιωμάτων. Με κύριο εργαλείο τους τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, οι δικαστές προβαίνουν σε ερμηνεία αυτών διορθώνοντας και τυχόν σφάλματα ή ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές.
Πώς νοείται η σχέση δικαιώματος με τον νομοθέτη; Ο νομοθέτης αρχικά είναι εκείνος που προσδιορίζει την εφαρμογή του δικαιώματος. Μπορεί όμως μέσω αυτής να οδηγήσει και σε έναν περιορισμό του δικαιώματος, λόγου χάριν στο άρθρο 6 Σ. στο οποίο ρυθμίζεται η προσωπική ασφάλεια και τα όρια της προφυλάκισης, όπου κρίσιμος είναι ο προσδιορισμός του αυτόφωρου εγκλήματος. Ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση είναι αυτός ο οποίος θα δώσει τον ορισμό, θα προσδιορίσει την έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος. Γενικά, προκειμένου να οδηγηθεί κάποιος στη σύλληψη, χρειάζεται ένταλμα, το οποίο λειτουργεί σαν πρόσθετη εγγύηση ώστε να «προστατεύεται» η προσωπική ελευθερία του υποκειμένου. Στον αντίποδα, ωστόσο, υπάρχουν και τα αυτόφωρα αδικήματα, η διάφρκει των οποίων προσδιορίζεται και στο άρ.242 ΚΠΔ. Αν ο νομοθέτης όριζε ότι το αυτόφωρο θα κρατά για μια εβδομάδα, δεν θα σεβόταν τη συνταγματική διάταξη, θα εξουδετέρωνε την προστατευτική λειτουργία της προσωπικής ασφάλειας και θα απομακρυνόταν κατά πολύ από τον σημασιολογικό πυρήνα της διάταξης που υιοθετείται από το Σύνταγμα. Ο νομοθέτης είναι ο προστάτης των δικαιωμάτων. Στα δικαιώματα άλλωστε δεν ισχύει η αρχή της μειοψηφίας ή της πλειοψηφίας. Είναι δυνατόν ακόμη, ο κοινός νομοθέτης να διευρύνει με παρεμβάσεις του την προστασία ή να συμβάλλει στη θεμελίωση και τον προσδιορισμό της ελευθερίας, η οποία για να υπάρξει απαιτεί τη νομική διαμόρφωσή της. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η προστασία της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται ρητά στη διάταξη του άρ.17 παρ.1 Σ. και προϋποθέτει την ύπαρξη διατάξεων οι οποίες ορίζουν την έννοια της κυριότητας στο αστικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για σύμφωνη με βάση το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων. Σε κάθε βέβαια περίπτωση είναι σημαντικό να λεχθεί ότι και ο κοινός νομοθέτης δύναται να μεταβάλλει το περιεχόμενο της έννοιας μιας συνταγματικής διάταξης συμμορφούμενος με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνική πραγματικότητα, η οποία ολοένα κι εξελίσσεται, πάντοτε όμως εντός των ορίων που διαγράφει το Σύνταγμα.
Στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας, η Διοίκηση επειδή επιφορτίζεται με την εκτέλεση της βούλησης του νομοθέτη, μπορεί να προσβάλλει κάποιο δικαίωμα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίσταται η νομική υποχρέωση σεβασμού και προστασίας των δικαιωμάτων (βλ. άρ.25 παρ.1 Συντ.) και η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από τη δημόσια διοίκηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του προσώπου κατά του οποίου π.χ. θα ληφθεί κάποιο διοικητικό μέτρο (άρ.20 παρ.2 Συντ.), όπου παρόλο που ο νόμος σιωπά, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψιν της τη σχετική συνταγματική πρόβλεψη και να δώσει στον διοικούμενο την ευκαιρία να προβάλλει τις απόψεις του στο πλαίσιο του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η Διοίκηση πάντοτε έχει υποχρέωση ακόμη κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στο νόμο, κατά τη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής της κρίσης να μην παραβλέπει τις επιταγές για την προστασία του περιβάλλοντος (βλ. ΣτΕ 2108/2010) ή την προστασία του μνημείου εις το διηνεκές (βλ. ΣτΕ 2707/2009).
Στο επίπεδο, τέλος, της δικαστικής εξουσίας υπάρχει σχέση προστασίας και λειτουργίας εγγυητικής. Είναι το αντίβαρο απέναντι στον νομοθέτη. Όσο πιο αυστηρός είναι ο έλεγχος συνταγματικότητας, τόσο μεγαλύτερη είναι η προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων. Άλλες φορές ο έλεγχος είναι αυστηρός, άλλες ήπιος. Σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα, η προστασία είναι μεγαλύτερη, ενώ στα κοινωνικά δικαιώματα επειδή άπτονται μιας πολιτικής του κράτους, ο δικαστής είναι επιφυλακτικός επιδεικνύοντας ενίοτε και κάποια διστακτικότητα όσο αφορά την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Βιβλιογραφία
Χρυσόγονος Κ., Βλαχόπουλος Σπ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017